- ταλαίφρων
- -ονος, ὁ, ἡ, Αβλ. ταλάφρων.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταλαίφρων — much enduring masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλαῖφρον — ταλαίφρων much enduring masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… … Dictionary of Greek
αρσενόφρων — ἀρσενόφρων, ο (Α) αυτός που έχει ανδρικό φρόνημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρσην, ενος + φρων < φρήν, φρενός (πρβλ. δαΐφρων, ταλαίφρων)] … Dictionary of Greek